Τα λέμε συχνά με τον πατέρα μου. Ένα από τα αγαπημένα του θέματα είναι, όπως των περισσότερων ανθρώπων κάποιας ηλικίας, το παρελθόν. Ο πατέρας μου εργάστηκε για 35 χρόνια στη Δασική Υπηρεσία, ως δασονόμος, απόφοιτος της σχολής Δασοκομίας της Αγιάς Λάρισας. Για την ιστορία, την εποχή εκείνη (δεκαετία του 1950) υπήρχε μια ακόμη τέτοια σχολή στη Βυτίνα Αρκαδίας. Στις σχολές αυτές φοιτούσαν κυρίως παιδιά από ορεινές περιοχές της Ελλάδας, που είχαν μια εξοικείωση με τα βουνά και τα δάση, οι περισσότεροι καλοί μαθητές, που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν στην ανωτάτη σχολή των Δασολόγων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Οι απόφοιτοι των Σχολών αυτών έβρισκαν αμέσως εργασία στη Δασική Υπηρεσία της εποχής. Στα 35 χρόνια της υπηρεσίας του ο πατέρας μου πέρασε κυριολεκτικά σπιθαμή προς σπιθαμή τις ορεινές περιοχές της Ναυπακτίας, του Ξηρομέρου, της Ευρυτανίας, της Δωρίδας, του Μετσόβου και των Ιωαννίνων.
Αυτό που μου κάνει εντύπωση στις διηγήσεις του πατέρα μου είναι πέρα από τις αμέτρητες ωραίες ιστορίες από την ορεινή ύπαιθρο, το πλαίσιο, η ατμόσφαιρα, η νοοτροπία, η διάθεση για δουλειά μιας κρατικής υπηρεσίας, που δυσκολεύομαι πολύ να αναγνωρίσω το σημερινό αντίστοιχό της. Η Δασική Υπηρεσία ήταν τότε μια κρατική δομή ιδιαίτερα στελεχωμένη και εξοπλισμένη με σοβαρότατες αρμοδιότητες. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι ήταν μια υπηρεσία κατά κύριο λόγο υπαίθρου και όχι γραφείου. Οι δασικοί υπάλληλοι περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος του εργασιακού τους χρόνου στα δάση και τα βουνά χειμώνα-καλοκαίρι. Το έργο τους πολυδιάστατο και με διάρκεια μέχρι σήμερα: Δασική οδοποιία, αντιπλημμυρικά έργα, κατασκευή ορεινών δεξαμενών, διευθετήσεις χειμάρρων, πάμπολλες αναδασώσεις, δασικά φυτώρια, έλεγχος υλοτομίας ακόμη και η αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών ανήκε αποκλειστικά σε αυτούς. Προσωπικά θυμάμαι τον πατέρα μου να λείπει επί εβδομάδες ολόκληρες τους καλοκαιρινούς μήνες σε μεγάλες πυρκαγιές στη Ναύπακτο και άλλες περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας. Τον ακούω να καμαρώνει ακόμη για τα δύο εξαιρετικά πρότυπα φυτώρια, που επέβλεπε στη Μπούκα και την Παραβόλα Αιτωλοακαρνανίας 100 και πλέον στρεμμάτων το καθένα, με κάθε λογής δένδρα. Για τις μεγάλες αναδασώσεις και τα αντιπλημμυρικά έργα στα βουνά γύρω από το Μέτσοβο, όπου έχει να λέει τα καλύτερα λόγια για την προθυμία, την εργατικότητα και την αυταπάρνηση των Μετσοβιτών εργατών, που εργαζόντουσαν μέρα και νύχτα ανεξάρτητα από καιρικές συνθήκες. Για τη μεγάλη αναδάσωση μέσα στις νησίδες του Αχελώου, που γινόταν με βάρκες, ένα έργο που είχε δημιουργήσει ένα εντυπωσιακό επίγειο παράδεισο, όπως θα θυμούνται οι παλιότεροι που περνούσαν από τη γέφυρα του Αχελώου και δυστυχώς καταστράφηκε οριστικά από την ανακατεύθυνση της κοίτης του ποταμού. Για τη δύσκολη χάραξη και διάνοιξη του δασικού δρόμου (σήμερα επαρχιακής οδού) Θέρμου Αιτωλίας – Προυσού Ευρυτανίας, ενός έργου που έδωσε πνοή και διέξοδο σε μια άκρως απομονωμένη περιοχή. Μου διηγείται πως ο ίδιος και οι συνάδελφοί του περνούσαν εργαζόμενοι μεγάλο μέρος της ζωής τους στην ύπαιθρο, πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό στην καλύτερη περίπτωση με κάποιο τζιπ της υπηρεσίας τους και πολύ συχνά πεζοπορώντας, χωρίς να κοιτάνε το ρολόι για το πότε θα σχολάσει το ωράριό τους. Ακόμη διανυκτερεύοντας μέσα σε καφενεία, αχυρώνες αλλά και σε σπίτια φιλόξενων χωρικών. Mου περιγράφει μια υπηρεσία με ισχυρή ιεραρχία και σεβασμό σε αυτή. Μια υπηρεσία με αυστηρό έλεγχο και συνεχή επιθεώρηση, ιδιαίτερα όπου υπήρχαν έργα και διαχείριση χρημάτων. Από την άλλη πλευρά επίσης μια υπηρεσία που ενθάρρυνε την ανάληψη δημιουργικών πρωτοβουλιών από τους υπαλλήλους της για να ξεπερνιούνται προβλήματα της καθημερινής δουλειάς χωρίς γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και δικαιολογίες. Μια υπηρεσία, που κρατούσε με τα πολυάριθμα έργα της ζωντανή την ορεινή Ελλάδα και τα χωριά της, απασχολώντας στα έργα αυτά τον τοπικό πληθυσμό. Αυτά μέχρι και τη δεκαετία του 1970 (της δικτατορίας συμπεριλαμβανομένης, είτε μας αρέσει είτε όχι…).
Αργότερα, όταν ενέσκηψε η «πασοκική λοιμική» -για να δανειστώ την έκφραση που συχνά χρησιμοποιεί ο Χρήστος Γιανναράς- τα πράγματα άλλαξαν εντελώς. Όχι μόνο για τη Δασική Υπηρεσία αλλά και για ολόκληρη την ελληνική δημόσια διοίκηση. Με το «καλημέρα» το ενιαίο μισθολόγιο του 1982 ισοπέδωσε οποιαδήποτε διάθεση για δημιουργική δουλειά, εξισώνοντας μισθολογικά τους πάντες: άξιους και ανάξιους, τεμπέληδες και εργατικούς. Με την πάροδο του χρόνου η εξίσωση και ισοπέδωση «γλυκάθηκε» ακόμη περισσότερο με συνεχείς αυξήσεις των μισθών μέσω της περίφημης Α.Τ.Α. (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή). Ακόμη τρελαίνομαι όταν σκέπτομαι ότι υπήρχαν εποχές όπου άκουγες γύρω σου τους δημοσίους υπαλλήλους να συζητούν για το αγαπημένο τους θέμα: τις αυξήσεις των μισθών… Ούτε στα πιο άσχημα όνειρά τους δε θα φανταζόντουσαν ότι κάποτε το θέμα συζήτησης θα ήταν ακριβώς το αντίστροφο… Η επιθεώρηση καταργήθηκε πάραυτα ως «αντιδημοκρατική» και οι διευθυντικές θέσεις καταλήφθηκαν όχι από όσους είχαν άριστες εκθέσεις αξιολόγησης και τα ανάλογα χρόνια υπηρεσίας, όπως παλιά, αλλά από κομματικούς εγκάθετους, τους αλήστου μνήμης «πρασινοφρουρούς». Ακόμη, εντελώς εγκληματικά καταργήθηκε (επίσης ως αντιδημοκρατική, υποθέτω) η θέση του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου, που αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της Δημόσιας Διοίκησης, καθώς στελεχωνόταν από εξαιρετικά ικανούς και έμπειρους ανώτερους υπαλλήλους, οι οποίοι ήσαν μόνιμοι ανεξάρτητα από την εναλλαγή των κυβερνήσεων και είχαν προσφέρει τα μέγιστα στην καλή λειτουργία της κρατικής μηχανής. Έτσι άρχισε η μετατροπή ενός ζωντανού και αποδοτικού οργανισμού όπως ήταν η ελληνική δημόσια διοίκηση αρχικά σε «μούμια» και στη συνέχεια σε «πτώμα», όπως είναι σήμερα. Σε ό,τι αφορά τη Δασική Υπηρεσία, μετατράπηκε σταδιακά σε ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό, με δραματικά μειωμένες αρμοδιότητες. Η υπηρεσία υπαίθρου εγκαταλείφθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό και οι δασικοί υπάλληλοι μετακινήθηκαν σε γραφεία χωρίς να έχουν ουσιαστικό αντικείμενο. Έχω την αίσθηση ότι και σήμερα η Δασική Υπηρεσία είναι κάπου στα ίδια ή και χειρότερα: λίγο κυνηγητό της λαθρο-υλοτομίας (απαραίτητο βέβαια), κανένα πιστοποιητικό για το εάν μια έκταση είναι δασική ή όχι κι ο κόσμος όλος. Μακάρι να κάνω λάθος, ειλικρινά θα χαρώ να με διορθώσει κάποιος…
Αντιπαθώ βαθύτατα τις θεωρίες συνομωσίας. Όμως στην περίπτωση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφθεί πως ίσως κάποιοι σκοτεινοί τύποι πριν από μερικές δεκαετίες έβαλαν πλώρη να απαξιώσουν μακροπρόθεσμα την εν γένει κρατική μηχανή στην Ελλάδα, για να φθάσουμε εδώ που είμαστε σήμερα και να αποσπάσουν τα λεγόμενα «φιλέτα» της (ενέργεια, παιδεία, υγεία, υποδομές και ότι άλλο…). Ένα υγιές και λειτουργικό Ελληνικό Δημόσιο δεν θα ήταν εύκολη λεία για τα δοντάκια τους. Και είναι κρίμα γιατί ακόμη και σήμερα σε πολλούς τομείς υπάρχουν πολλοί ικανότατοι δημόσιοι λειτουργοί, που πιστεύουν σε αυτό που κάνουν και δουλεύουν με αυταπάρνηση και αφοσίωση. Το διαπίστωσα στα δωμάτια και τους χώρους των δημόσιων νοσοκομείων, όπου υπήρξα επί μακρόν «φιλοξενούμενος».