Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες τιμούμε την απίστευτη εκείνη έκλαμψη του ελληνικού λαού, που ενωμένος και αποφασισμένος αντιστάθηκε στο φασισμό με τα όπλα. Όπως όλες οι εθνικές επέτειοι στην Ελλάδα έτσι και αυτή κρύβουν διάφορα, που δε λέγονται και αποφεύγουμε να σκεφθούμε. Επιτρέψτε μου να κάνω μια προσπάθεια αναδίφησης σε μερικά από αυτά. Αναμφίβολα, ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν δικτάτορας, χιτλερικής/μουσολινικής κοπής. Για την ιστορία, ο Μουσολίνι ήταν ο εφευρέτης του φασισμού και ο Χίτλερ αυτόν είχε ως ίνδαλμα. Ο Μεταξάς ήταν ένα κακέκτυπο του φασισμού/ναζισμού αλά ελληνικά.
Ο Μεταξάς όμως ήταν και εξαιρετικός επιτελικός αξιωματικός πριν καταλάβει την εξουσία με το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου 1936. Με την ιδιότητά του αυτή αποδύθηκε σε μια τεράστια προσπάθεια πολεμικής προπαρασκευής της Ελλάδας με μεγάλη ενίσχυση των βορείων συνόρων τόσο σε εγκαταστάσεις όσο και σε στρατεύματα. Αν και φορέας φασιστικής ιδεολογίας, αντιστάθηκε σθεναρά στο φλερτ των Ιταλών και Γερμανών και έλαβε όλως περιέργως την απόφαση να εντάξει τη χώρα στο άρμα της Μεγάλης Βρετανίας, ελπίζοντας σε βοήθεια, που όπως αποδείχθηκε την κρίσιμη ώρα ήταν πολύ λιγότερη από αυτή που του είχαν τάξει οι Άγγλοι. Ένα άλλο χαρακτηριστικό, που πρέπει για την ιστορική αλήθεια να πιστωθεί στο Μεταξά, ήταν η συστηματική και εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση της εξωτερικής πολιτικής. Στην κυβέρνησή του δεν υπήρχε υπουργός Εξωτερικών καθώς είχε κρατήσει ο ίδιος το χαρτοφυλάκιο αυτό. Η εμμονή του με την παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων ήταν τέτοια, που είχε μεταφέρει μόνιμα σχεδόν το γραφείο του στο Υπουργείο Εξωτερικών, όπου ξημεροβραδιαζόταν ενημερωνόμενος από τις ελληνικές πρεσβείες ανά την Ευρώπη. Όλα αυτά του επέτρεψαν να είναι «έτοιμος από καιρό» όταν τον ξύπνησε ο Γκράτσι, πρέσβυς του Μουσολίνι για να του αναγγείλει την ιταλική εισβολή. Φορώντας τις πυζάμες του ο Μεταξάς απάντησε ακούγοντας τα νέα: «Alors, c’est la guerre…» («Ώστε λοιπόν έχουμε πόλεμο…»). Συνεπώς, το εμβληματικό «ΟΧΙ» δεν εκστομίστηκε ποτέ, αλλά το λέμε χάριν συντομίας…
Ένα άλλο στοιχείο άξιο να ερευνηθεί είναι η στάση του πολιτικού κόσμου της χώρας στην κρίσιμη εκείνη στιγμή. Ως γνωστόν είχαμε δικτατορία. Οι πολιτικοί της Αριστεράς βρίσκονταν στις φυλακές, ενώ οι Κεντρώοι και Δεξιοί βρίσκονταν στο «γύψο», για να χρησιμοποιήσουμε τη γραφική παπαδοπουλική ορολογία. Είναι απίστευτο, αλλά οι έλληνες πολιτικοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία «έκαναν την πάπια». Ελπίζοντας ότι οι Ιταλοί θα έκαναν ένα σύντομο περίπατο ως την Αθήνα και φυσικά θα ανέτρεπαν το Μεταξά για να επανέλθουν οι ίδιοι στο προσκήνιο, στην καλύτερη περίπτωση σιώπησαν !!! Υπάρχει όμως και χειρότερο: πολλοί από αυτούς, όταν επρόκειτο να σχηματιστεί η πρώτη δωσιλογική κυβέρνηση υπό το στρατηγό Τσολάκογλου (ένα από τους πιο ηρωικούς και σπουδαίους αξιωματικούς στον πόλεμο της Αλβανίας – δυστυχώς…) οι ίδιοι διαγκωνίζονταν άν όχι να συμμετέχουν στην κυβέρνηση αυτή τουλάχιστον να βάλουν δικούς τους ανθρώπους. Ας μην πούμε ονόματα και στεναχωρηθούμε…. Θα πρέπει όμως να σημειώσει κανείς επώνυμα ως χειρότερη από όλες τη στάση του Νικολάου Πλαστήρα, που όντας εξόριστος στη Γαλλία οραματιζόταν τον εαυτό του σε ρόλο «Πεταίν» που να κυβερνά την Ελλάδα ως κράτος μαριονέττα των Ναζί και προπαγάνδιζε μάλιστα ανοιχτά τη ματαιότητα της Εθνικής Αντίστασης. Επειδή ο ελληνικός λαός συναγωνίζεται σε μνήμη το χρυσόψαρο, μεταπολεμικά τον εξέλεξε πρωθυπουργό και επί δεκαετίες λογιζόταν ως ιστορική μορφή της … δημοκρατικής παράταξης.
Δύο ήταν οι φωτεινές εξαιρέσεις (για την ακρίβεια μιάμισι…). Δύο μόνο πολιτικοί διακήρυξαν δημόσια ότι πρέπει να στηριχθεί από το λαό η κυβέρνηση και ο στρατός στην τιτάνια προσπάθεια κατά του φασισμού. Από το συντηρητικό χώρο ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και από την κομμουνιστική αριστερά ο Νίκος Ζαχαριάδης, έγκλειστος τότε στις φυλακές. Η δήλωση του Ζαχαριάδη ανακλήθηκε αργότερα άρον-άρον με παρέμβαση του ΚΚΕ, που δεν ήθελε να φαίνεται ότι κάνει πλάτες στο καθεστώς Μεταξά. Πραγματικά κρίμα…
Το έπος του ’40 ανήκει στον ελληνικό λαό. Σε μια από τις εξαιρετικά σπάνιες φορές πανεθνικής ενότητας οι ανώνυμοι έλληνες στρατιώτες και άμαχοι πολίτες πορεύτηκαν για να κάνουν το καθήκον τους απέναντι στην πατρίδα και την ελευθερία. Χιλιάδες από αυτούς έκαναν τη διαδρομή χωρίς επιστροφή. Στρατιωτικά το εγχείρημα ήταν υπεράνθρωπο αλλά και καταδικασμένο. Κανείς δε μας βοήθησε ουσιαστικά και η εμπλοκή των Γερμανών επιτάχυνε το αναπόφευκτο. Σε ένα από τα πολλά διεστραμμένα καπρίτσια της ελληνικής ιστορίας συνέπεσε να κυβερνά τη χώρα ένας δικτάτορας με σπουδαίο όμως στρατιωτικό και πολιτικό αισθητήριο και μαζί ένας λαός αποφασισμένος να μείνει ελεύθερος. Οι πολιτικοί του, όπως είδαμε, περί άλλα ετύρβαζαν και δολοπλοκούσαν, όπως συνήθως αλλού (συνειδητά) νυχτωμένοι, στον αυτιστικό μικρόκοσμο της εξουσιαστικής λογικής τους. Κάθε ομοιότητα -τηρουμένων των αναλογιών- με τη σημερινή πραγματικότητα δεν είναι καθόλου τυχαία, εκτιμώ…