Όποιος έχει σπουδάσει νομικά και θυμάται πράγματα από το πολύ ενδιαφέρον μάθημα της Εγκληματολογίας, είναι βέβαιο ότι θα θυμάται το όνομα του Τσέζαρε Λομπρόζο. Το έχω ακούσει και ως κακεντρεχή φράση να λέγεται για κάποιον που θεωρείται αντιπαθητικός και εμφανισιακά άσχημος: «πόσο δίκιο είχε ο Λομπρόζο…». Ο Τσέζαρε Λομπρόζο (1835-1909) ήταν ο ιδρυτής της Ιταλικής Σχολής Εγκληματολογίας μαζί με τους μαθητές του Ενρίκο Φέρι και Ραφαέλε Γκαροφάλο. Το πιο γνωστό του έργο είναι φυσικά το περίφημο δίτομο «Ο Εγκληματίας Άνθρωπος» («L’uomo delinquente» -1876). Σε κάποιο πάγκο με παλαιά βιβλία πριν από χρόνια βρήκα και αγόρασα την ελληνική έκδοση, που κυκλοφόρησε το 1925 από τις εκδόσεις Χρήστου Φέξη. Η μετάφραση, σε απολαυστική, υπέρκομψη καθαρεύουσα, είναι του σπουδαίου συγγραφέα, ποιητή, δημοσιογράφου, μεταφραστή και εκ των ιδρυτών της Ακαδημίας Αθηνών Μπάμπη Άννινου. Αξίζει ειλικρινά να το διαβάσει κανείς μόνο και μόνο για τη μετάφραση. Στα μειονεκτήματα η έλλειψη εικονογράφησης, η οποία στο ιταλικό πρωτότυπο είναι ιδιαίτερα πλούσια.
Πρόκειται για ένα έργο εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, που ξεσήκωσε τεράστια αντίδραση και αντιπαλότητα τόσο στην εποχή του όσο και αργότερα. Η επιστήμη της Εγκληματολογίας στα μέσα του 19ου αιώνα βρισκόταν ακόμη σε στάδιο γένεσης και οι ιδέες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν περίπου ανύπαρκτες. Δεν έχει τεκμηριωθεί αλλά εκτιμώ πως δεν αποκλείεται το έργο του Λομπρόζο και της σχολής του να ήταν από εκείνα τα ρεύματα, που με τον τρόπο τους προοπτικά «άρδευσαν» τις φασιστικές, ναζιστικές και ρατσιστικές ιδεολογίες, που εμφανίστηκαν στις αρχές του επόμενου αιώνα. O Λομπρόζο, απορρίπτοντας την κλασσική σχολή, που πρεσβεύει ότι το έγκλημα είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης, συνέθεσε τη δική του θεωρία που ονόμασε «Ανθρωπολογική Εγκληματολογία». Δανειζόμενος στοιχεία από τη Φυσιογνωμία, τη Θεωρία του Εκφυλισμού, την Ψυχιατρική και τον Κοινωνικό Δαρβινισμό, ο Λομπρόζο ισχυρίζεται ότι η εγκληματική φύση κληρονομείται και πως κάποιος «γεννημένος εγκληματίας» μπορεί να αναγνωρισθεί από συγκεκριμένα φυσικά ελαττώματα και ανωμαλίες, τα οποία μάλιστα τον χαρακτηρίζουν ανάλογα με το είδος τους ως «βίαιο» ή «αταβιστικό εγκληματία». Όντας ο ίδιος γιατρός, στο μυαλό του γεννήθηκε η ιδέα αυτή καθώς προέβαινε στη νεκροψία του πτώματος ενός διαβόητου Ιταλού κακούργου ονόματι Τζουζέπε Βιλέλα. Εκεί πρόσεξε ότι το κρανίο του νεκρού εγκληματία έφερε στη θέση του ινιακού οστού (πάνω από το σβέρκο) ένα βαθούλωμα, που του θύμιζε κρανία κατώτερων μορφών ζωής, όπως οι πίθηκοι, τα πτηνά ή τα τρωκτικά. Χρησιμοποίησε για την περιγραφή των στοιχείων της ανθρώπινης εμφάνισης, που μοιάζουν με μορφές ζωής «προ-ανθρώπινες», τον όρο «αταβισμός». Προχωρώντας στη θεμελίωση της θεωρίας του αρχικά όρισε ότι οι εγκληματίες ήταν … υποδιαίρεση του ανθρωπίνου είδους ενώ αργότερα κατέληξε ότι ήταν αποτέλεσμα μιας εκφυλιστικής εξελικτικής διαδικασίας.

Το χαρακτηριστικότερο κομμάτι της θεωρίας του ήταν ότι ο εγκληματίας άνθρωπος είναι αναγνωρίσιμος από εξωτερικά χαρακτηριστικά της εμφάνισής του, τα οποία μάλιστα είναι μετρήσιμα. Ως τέτοια ανέφερε το προεξέχον πηγούνι, τα πεσμένα βλέφαρα, τα μεγάλα αυτιά, τη στραβή ή επίπεδη μύτη, τα μακριά χέρια σε συνδυασμό με κοντά πόδια, τους κυρτούς ώμους κ.α. Παρά την εξόφθαλμα εσφαλμένη ιδέα του Λομπρόζο για τον εγκληματικό αταβισμό, πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του το γενικότερο κλίμα της εποχής, στα μέσα του 19ου αιώνα. Η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου είχε για τα καλά αναστατώσει όλες τις επιστήμες και σχολές σκέψης, καθώς και (κυρίως) τη θρησκεία. Έτσι λοιπόν, ήταν αποδεκτό τότε να διατυπώνονται υπό το φως της θεωρίας της εξέλιξης ιδέες όπως αυτές: αν ο άνθρωπος ήταν ο τελευταίος κρίκος της εξέλιξης, κουβαλώντας όλα τα χαρακτηριστικά των ειδών του ζωικού βασιλείου, που προηγήθηκαν της εμφάνισής του, τότε είναι λογικό όσοι άνθρωποι φέρονται κτηνωδώς και χωρίς λογική (δηλαδή οι εγκληματίες) να αποτελούν βιολογικά κατώτερο είδος. Ο Λομπρόζο όμως δε σταμάτησε στους «γεννημένους εγκληματίες», αλλά πρόσθεσε στη θεωρία του και δύο ακόμη κατηγορίες: τους «παράφρονες εγκληματίες» και τους «εγκληματοειδείς». Οι παράφρονες εγκληματίες μπορεί να μη φέρουν όπως οι «γεννημένοι» εξωτερικά χαρακτηριστικά, αλλά κάποια μετάλλαξη του εγκεφάλου τους οδήγησε στην αλλοίωση της ηθικής τους υπόστασης, με αποτέλεσμα την παραβατική συμπεριφορά. Ως τέτοια παραδείγματα αναφέρει τους αλκοολικούς, τους κλεπτομανείς, όσους κακοποιούν παιδιά και τις νυμφομανείς γυναίκες. Τέλος, η κατηγορία των «εγκληματοειδών» χωρά όλους τους υπόλοιπους. Δεν έχουν εξωτερικά χαρακτηριστικά ή εγκεφαλική μετάλλαξη και ενεπλάκησαν σε κάποιο σημείο της ζωής τους με το έγκλημα, διαπράττοντας γενικά μικρότερης βαρύτητας αδικήματα. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τους «συνήθεις» εγκληματίες, δηλαδή όσους οδηγήθηκαν στο έγκλημα λόγω συναναστροφής με άλλους εγκληματίες ή εξαιτίας διαφόρων έξεων (αλκοόλ, ναρκωτικά, κ.λ.π.), τους «περιστασιακούς» αλλά και τους «εν θερμώ», που διαπράττουν φρικτά εγκλήματα πάθους κάτω από ιδιαίτερη ψυχολογική πίεση ή πρόκληση.
Αυτό που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στο βιβλίο του Λομπρόζο είναι ο απίστευτος αριθμός παραδειγμάτων και η ατελεύτητη περιπτωσιολογία, με την οποία επιχειρεί να τεκμηριώσει τη θεωρία του. Τα παραδείγματά του προέρχονται από όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, με έμφαση στις συμπεριφορές και έθιμα διαφόρων φυλών της Αφρικής, της Ασίας, της Αμερικής, της Ωκεανίας, οι οποίες είναι γενικά κτηνώδεις και απαράδεκτες για τα δεδομένα του «πολιτισμένου» κόσμου. Αναρωτιέται κανείς που βρήκε εκείνη την εποχή όλες αυτές τις μαρτυρίες. Από εξερευνητές, θαλασσοπόρους, εμπόρους, ιεραποστόλους και ταξιδιώτες, που όργωναν τότε τον πλανήτη συνεχίζοντας το έργο των μεγάλων ανακαλύψεων; Πιθανόν, αν και ο ίδιος εντελώς σποραδικά αναφέρει κάποια ονόματα ως πηγές του. Αν αφήσει κανείς κατά μέρος τον πυρήνα της θεωρίας του Λομπρόζο, θα βρει στο βιβλίο (ιδιαίτερα στο δεύτερο τόμο) άπειρα θέματα εγκληματολογικής φύσεως, που το καθιστούν μια εξαιρετική πηγή γνώσης. Για παράδειγμα υπάρχουν κεφάλαια σχετικά με τις εγκληματικές οργανώσεις/»συνεταιρισμοί κακοποιών» κατά την έκφρασή του (Μαφία, Καμόρα, Ντραγκέτα, κ.α.), τις συνθηματικές γλώσσες των εγκληματιών, τα τατουάζ και τις σημασίες τους, την αυτοκτονία, τις συμμορίες, τους υπότροπους εγκληματίες, ακόμη και τη λογοτεχνική γραφή, που εκδηλώνουν οι εγκληματίες συνήθως όταν βρίσκονται στη φυλακή και πολλά ακόμη εξαιρετικά ενδιαφέροντα.
Η θεωρία του Λομπρόζο για τον «Εγκληματία Άνθρωπο» παρά το γεγονός ότι απορρίφθηκε θορυβωδώς, βοήθησε την νεογέννητη τότε επιστήμη της Εγκληματολογίας, καθώς εξαιτίας της σφοδρής αντίδρασης που αντιμετώπισε, η Εγκληματολογία στράφηκε προς θεωρίες, που δεν ορίζουν εκ γενετής τον εγκληματία αλλά τον αντιμετωπίζουν ως αποτέλεσμα του οικογενειακού και κοινωνικού του περιβάλλοντος, θέτοντας στο επίκεντρο τη μια και μοναδική του ιδιότητα, που πραγματικά ενδιαφέρει: αυτή του ανθρώπου.