Είδα χθες μια ιταλική κωμωδία με τίτλο «L’ Ora Legale» – Η Ώρα της Νομιμότητας» (ελληνικός τίτλος, ως συνήθως ό,τι νάναι: «Τα παράπονα στο Δήμαρχο»). Είναι παραγωγή του 2017 και ανήκει στο είδος της φαρσοκωμωδίας, που τόσο καλά και πετυχημένα ανθεί στην Ιταλία εδώ και δεκαετίες. Φαρσοκωμωδία όμως με πολλά μηνύματα και αφορμές για προβληματισμό και όχι μόνο για την πραγματικότητα του νότου της Ιταλίας.

Σε μια κωμόπολη της Σικελίας, οι κάτοικοι είναι απηυδισμένοι με το δήμαρχό τους. Μαφιόζος, κομπιναδόρος, διεφθαρμένος και ρουσφετολόγος μέχρι αηδίας. Η κωμόπολη επί των ημερών του παρατημένη. Σωροί σκουπιδιών παντού, τα αυτοκίνητα παρκαρισμένα το ένα πάνω στο άλλο, οι δρόμοι γεμάτοι λακκούβες, τα ΑμΕΑ υποφέρουν στις μετακινήσεις τους, παντού ορθώνονται αυθαίρετες κατασκευές, η γραφειοκρατία ανυπόφορη, οι δημοτικοί υπάλληλοι και αστυνομικοί όλη μέρα πίνουν καφέ στα μαγαζιά γύρω από το δημαρχικό μέγαρο κάνοντας ότι δουλεύουν. Από την άλλη όμως στοχευμένα ρουσφέτια και χατίρια εξασφαλίζουν στο δήμαρχο συνεχόμενα την επανεκλογή του και όλα κυλούν ειδυλλιακά μέσα σε μια ατμόσφαιρα διάχυτης ανομίας του στυλ «μεταξύ κατεργαραίων». Όμως τις παραμονές των εκλογών ένα οικονομικό σκάνδαλο του διεφθαρμένου δημάρχου, στρέφει τους πολίτες εναντίον του και στηρίζουν τον αντίπαλό του, τον οποίο και εκλέγουν πανηγυρικά, με αίτημα (τι άλλο;) την αλλαγή. Ο νέος δήμαρχος έχει υποσχεθεί ότι θα αποκαταστήσει τη νομιμότητα στην πόλη και πως όλα θα υπόκεινται πλέον σε κανόνες, για να μη θυμίζει ξέφραγο αμπέλι. Πράγματι, ο νέος δήμαρχος, μορφωμένος, ηθικός, έντιμος και με ευρωπαϊκή νοοτροπία, αρχίζει αμέσως τη μεταμόρφωση της πόλης προς το καλύτερο. Βάζει τους υπαλλήλους και δημοτικούς αστυνομικούς να δουλέψουν κανονικά και να εφαρμόσουν τους νόμους. Έτσι σε σύντομο διάστημα εκλείπει το παράνομο παρκάρισμα, το παράνομο εμπόριο, κατεδαφίζονται τα αυθαίρετα, εφαρμόζεται αυστηρά σύστημα ανακύκλωσης των σκουπιδιών, δημιουργούνται πεζόδρομοι και ποδηλατόδρομοι, φυτεύονται δένδρα και άνθη, αλλά και επιβάλλονται (ανύπαρκτα μέχρι τότε) δημοτικά τέλη και φόροι. Παράλληλα, δε γίνονται όπως πριν χατίρια και ρουσφέτια, με πρώτους δυσαρεστημένους τους συγγενείς του δημάρχου, οι οποίοι θεωρούσαν ότι θα είχαν προνομιακή μεταχείριση. Οι πολίτες εθισμένοι επί δεκαετίες στην εξυπηρέτηση των ατομικών τους συμφερόντων αδιαφορούν για το γεγονός ότι η πόλη τους έχει γίνει πολύ καλύτερη και ομορφότερη σε σχέση με το παρελθόν, εφόσον δε γίνεται η δουλειά τους με τα ρουσφέτια. Με την καθοδήγηση του ιερέα της πόλης (πολύ εύστοχο το σχόλιο για το ρόλο της καθολικής εκκλησίας), αλλά και των δυσαρεστημένων συγγενών του, το πλήθος αναγκάζει τον έντιμο δήμαρχο να παραιτηθεί σε μια σκηνή, που παραπέμπει πολύ πετυχημένα στη βιβλική εικόνα του «Άρον άρον σταύρωσον αυτόν». Η ταινία κλείνει με την επάνοδο στο αξίωμα του παλιού διεφθαρμένου ρουσφετολόγου δημάρχου και η κάμερα λίγο πριν το τέλος πλανάται πάνω από την κωμόπολη, που είναι πηγμένη στα σκουπίδια, τα οποία πετιούνται παραδοσιακά από το παράθυρο στο δρόμο, στα άναρχα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τις αυθαίρετες κατασκευές.

Η ταινία τα λέει όλα, πολλά από αυτά ταιριάζουν και στην ελληνική πραγματικότητα. Η τήρηση των νόμων και των κανόνων είναι καλή και θεμιτή όταν αφορά τους άλλους. Η ατομική ευθύνη στην τήρηση της νομιμότητας είναι ένα μεγάλο ζητούμενο. Το ίδιο και η τήρηση της ισονομίας από τους κυβερνώντες. Με την ευκαιρία αυτή διαπίστωσα και κάτι άλλο. Τα τελευταία χρόνια έχω δει πολύ καλές κωμωδίες ιταλικής και γαλλικής παραγωγής, που θίγουν με χιούμορ σύγχρονα θέματα, όπως ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η διαφθορά, η γραφειοκρατία, οι δημόσιες υπηρεσίες κ.α. Αναφέρω ενδεικτικά τρεις από αυτές: την ιταλική «Quo Vado ?» (2016) («Θεέ μου που πάω;») με τον απολαυστικό Κέκο Ζαλόνε και τις γαλλικές «Qu’est-ce qu’on a fait au Bon Dieu?» (2014) («Θεέ μου τι σου κάναμε;» και «A Bras Ouverts» (2017) («Βρε Καλώς τους»), με πρωταγωνιστή και οι δύο το σπουδαίο ηθοποιό Κριστιάν Κλαβιέ.
Στη σύγχρονη ελληνική κινηματογραφία και παρά την κρίση των τελευταίων 8 ετών δεν έχουμε ιδιαίτερα δείγματα τέτοιων ταινιών και σίγουρα όχι κωμωδιών !!! Όπως φαίνεται, η κρίση μαζί με όλα τα άλλα έχει εξαφανίσει και κάθε διάθεση για σαρκασμό και διακωμώδηση των κακώς κειμένων. Ίσως πάλι να φταίει το γεγονός ότι ο ελληνικός κινηματογράφος τα τελευταία 40 χρόνια υπήρξε κρατικοδίαιτος, παράρτημα του δημοσίου τομέα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται… Αλλά να πάρει η ευχή και στην τέχνη γενικότερα, κάνω λάθος, που δε βλέπω έργα μουσικά, θεατρικά, εικαστικά, εμπνευσμένα από αυτό που ζούμε σήμερα; Που είναι τα έργα, που θα μιλήσουν για την ανεργία, τη φτωχοποίηση, τη μετανάστευση, την κατάθλιψη, το ρατσισμό; Ίσως μόνο στο χώρο των δημιουργών της χιπ-χοπ μουσικής να βρει κανείς δείγματα. Σε άλλες δίσεκτες εποχές για την Ελλάδα, η καλλιτεχνική δημιουργία είχε απογειωθεί με σπουδαία έργα, που είχαν έμπνευση δύσκολες ιστορικές περιόδους. Αυτά λοιπόν με το «L’ Ora Legale», το οποίο προτείνω ανεπιφύλακτα, όπως και τα υπόλοιπα φιλμ που προαναφέρθηκαν. Το καίριο χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός είναι ευθεία αντιπαράθεση με τα προβλήματα και τις παθογένειες και αποτελούν δείγμα υψηλού επιπέδου και υγείας μιας κοινωνίας. Στα καθ’ημάς όλα αυτά είναι πλέον ζητούμενα…