
Ο Έντουαρντ Σ. Κέρτις γεννήθηκε στο Ουισκόνσιν το 1869 και από μικρό παιδί έβλεπε γύρω τους τις φυλές των Ινδιάνων Τσιπέουα και Ουινεμπάγκο. Ο ιερέας πατέρας του τον έπαιρνε μαζί του στις περιοδείες του στην ύπαιθρο της Άγριας Δύσης και έτσι είχε εξοικειωθεί πολύ με τη ζωή στη φύση. Ήταν 21 ετών το 1890 όταν τελείωσαν οι πόλεμοι του στρατού των ΗΠΑ με τους Ινδιάνους με τη σφαγή των Λακότα Σιου στη μάχη του Γούντεντ Νι στη Νότια Ντακότα. Μετά το θάνατο του πατέρα του αναζήτησε την τύχη του στο Σιάτλ, εργαζόμενος ως φωτογράφος. Άρχισε να αποκτά καλή φήμη ως φωτογράφος τοπίων και πορτραίτων. Ένα από τα πρώτα «μοντέλα» του ήταν η ογδοντάχρονη «Πριγκήπισσα Αντζελίν», κόρη του Σελθ, αρχηγού των Ινδιάνων Σκουάμις, από τον οποίο πήρε το όνομά της και η πόλη του Σιάτλ. Η Πριγκήπισσα Αντζελίν για να ζήσει σε εκείνη την ηλικία μάζευε όστρακα από την παραλία και τα πουλούσε.

Μερικά χρόνια αργότερα (1899) προσλήφθηκε ως φωτογράφος της επιστημονικής αποστολής Χάριμαν, που αποτελούσαν διακεκριμένοι ανθρωπολόγοι και εθνολόγοι και επρόκειτο να εξερευνήσει τα παράλια της Βρετανικής Κολομβίας και την Αλάσκα. Εκεί ο Κέρτις είχε την ευκαιρία να αποτυπώσει φωτογραφικά τη ζωή και τα πρόσωπα των Ινδιάνων που συνάντησε. Παράλληλα όμως παρακολούθησε τον τρόπο εργασίας και τις μεθόδους των ειδικών επιστημόνων, τις οποίες και διδάχθηκε με αυτό τον εμπειρικό τρόπο.

Μετά την επιστροφή του από την Αλάσκα άρχισε να περιπλανάται μόνος του στις περιοχές των Μεγάλων Πεδιάδων, όπου κατοικούσαν Ινδιάνοι και να μένει μαζί τους καταγράφοντας τα έθιμα, τη ζωή τους, τις παραδόσεις, τους πάμπολλους μύθους τους, τις τελετές τους και τα τραγούδια τους. Και εννοείται, φωτογραφίζοντας στιγμιότυπα και πρόσωπα. Οι Ινδιάνοι εκείνη την εποχή είχαν καταλάβει ότι βρισκόντουσαν πολύ κοντά στον αφανισμό. Μετά το τέλος των πολέμων, νικημένοι και ταπεινωμένοι, είχαν περιοριστεί σε οριοθετημένες περιοχές και οι κάποτε περήφανες και αγέρωχες φυλές τους είχαν αρχίσει να αποδεκατίζονται. Τόσο ο Κέρτις όσο και οι ίδιοι οι Ινδιάνοι κατάλαβαν ότι έπρεπε να διασωθεί στη μνήμη κάτι από την παρουσία και την ιστορία τους. Έτσι με προθυμία ανταποκρίθηκαν στην προσπάθεια του Κέρτις, τον οποίο θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο. Η οικειότητα του Κέρτις με τις φυλές των Ινδιάνων έφθασε στο απόγειό της όταν οι Σιου του επέτρεψαν να συμμετέχει σε μια από τις πιο ιερές τελετές τους, το Χορό του Φιδιού και είναι ο μοναδικός λευκός που έχει τύχει αυτής της τιμητικής μεταχείρισης μέχρι σήμερα.

Η προσπάθεια του Κέρτις κίνησε την προσοχή μεγιστάνα των σιδηροδρόμων Τζον Πιρπόιντ Μόργκαν. Ο Μόργκαν υπήρξε ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην ιστορία της Αμερικής. Μετεξέλιξη των επιχειρήσεών του είναι o σημερινός κολοσσός «Morgan Stanley». Φαίνεται ότι ο Μόργκαν είχε κάποιες τύψεις για το γεγονός ότι η επέλαση των σιδηροδρόμων του προς τη Δύση κατέστρεψε τους τόπους, όπου ζούσαν επί αιώνες οι φυλές των Ινδιάνων. Ιδιαίτερα, για την κατασκευή των σιδηροδρόμων κρίθηκε σκόπιμο να θανατωθούν μέσα σε λίγες δεκαετίες πάνω από 20 εκατομμύρια βίσονες, ένα ζώο που ήταν το Α και το Ω για την επιβίωση των Ινδιάνων στις Μεγάλες Πεδιάδες.

‘Ετσι λοιπόν ο Μόργκαν πλησίασε τον Κέρτις το 1906 και του πρότεινε να του χρηματοδοτήσει το εγχείρημα της καταγραφής και φωτογράφισης των Ινδιάνων. Ο Κέρτις εκείνη την εποχή ήθελε απελπισμένα χρήματα, καθώς είχε ξοδέψει τις λιγοστές δικές του οικονομίες. Ο Μόργκαν του έδωσε 75.000 δολάρια για πέντε χρόνια και επειδή ήταν αρκετά τσιγκούνης, το ποσό αυτό δεν ήταν φιλανθρωπική δωρεά αλλά κάτι σαν δάνειο, που ο Κέρτις όφειλε να επιστρέψει από τα έσοδα της έκδοσης που θα προέκυπτε.

Με ανανεωμένο κουράγιο ο Κέρτις τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια διέσχισε 125 φορές (!!!) την περιοχή δυτικά του Μισισιπή από το Μεξικό μέχρι την Αλάσκα, καταγράφοντας και φωτογραφίζοντας ακούραστα συνολικά 80 φυλές Ινδιάνων με μεθοδικότητα και αφοσίωση. Στο τέλος της προσπάθειάς του είχε συνολικά αποκομίσει 40.000 φωτογραφίες σε αρνητικά (κατόρθωμα αδιανόητο για την εποχή) καθώς και 10.000 ινδιάνικα τραγούδια, πολλά από τα οποία ήταν ηχογραφημένα σε κυλίνδρους Έντισον. Ακόμη πλήθος γραπτών σημειώσεων και παρατηρήσεων για τη ζωή και τις παραδόσεις των Ινδιάνων.

Ο Γολγοθάς του Κέρτις όμως δεν είχε τελειώσει μόνο με την πολύχρονη κοπιαστική περιήγησή του. Η εκτύπωση και έκδοση όλου αυτού του υλικού ήταν ένα ακόμη υπεράνθρωπο εγχείρημα. Έγινε τμηματικά από το 1907 μέχρι το 1930. Συνολικά το έργο αποτελείται από 20 τόμους και επιπλέον 5 μεγάλου σχήματος άλμπουμ με 35 γκραβούρες το καθένα σε πολυτελές χαρτί ολλανδικής και ιαπωνικής προέλευσης. Είχε υπολογιστεί αρχικά να εκδοθούν 500 αντίτυπα από το συνολικό έργο, κανείς όμως δεν ξέρει πόσα τελικά βγήκαν στην αγορά. Αυτό που είναι γνωστό είναι ότι αγοράστηκαν 272 αντίτυπα στην τιμή των 3.000 δολαρίων το καθένα. Είκοσι από αυτά πήγαν βάσει συμφωνίας στο χορηγό Μόργκαν, ο οποίος λέγεται ότι κατέληξε να πληρώσει συνολικά για το έργο κάπου 400.000 δολάρια.

Το έργο προλογίζει ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούσβελτ. Στο σύντομο κείμενό του επαινεί τον Κέρτις για το επίτευγμά του, το οποίο θεωρεί μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας και διασώζει την ιστορική μνήμη των Ινδιάνων. Ο ίδιος βέβαια πριν από τριάντα χρόνια περιέγραφε τους Ινδιάνους ως «τεμπέληδες, ζητιάνους, μεθύστακες, αιμοδιψείς και μοχθηρούς» στο βιβλίο του «Η κατάκτηση της Δύσης», αλλά αυτά για τους πολιτικούς είναι λεπτομέρειες…

Οι φωτογραφίες του Κέρτις είναι πραγματικά αριστουργήματα. Άλλες από αυτές είναι αυθόρμητα στιγμιότυπα από τη ζωή των Ινδιάνων και άλλες είναι στημένες επί τούτου. Τα πορτραίτα έχουν γίνει μπροστά σε μια αυτοσχέδια τέντα που κουβαλούσε μαζί του για να ποζάρουν οι Ινδιάνοι. Διέσωσε τις μορφές θρυλικών αρχηγών των Ινδιάνων όπως φοβερός Τζερόνιμο των Απάτσι, η Καθιστή Αρκούδα των Αρικάρα, ο Κοτσίζ των Σιου, ο Αλτσίζ των Απάτσι των Λευκών Βουνών, ο Δύο Φεγγάρια των Σεγιέν και πολλών άλλων.

Οι φωτογραφίες του Κέρτις έδωσαν υλικό σε διάφορους ρατσιστικούς κύκλους της «διανόησης» να υποστηρίξουν τις δημοφιλείς εκείνη την εποχή ιδέες γύρω από την ανθρωπομετρία. Δηλαδή από τα πρόσωπα των Ινδιάνων έβγαζαν επιστημονικά συμπεράσματα για τη φυλετική ιδιοσυγκρασία τους, όχι κολακευτικά φυσικά. Ο Κέρτις από την πρώτη στιγμή δημόσια κατήγγειλε αυτές τις θεωρίες και ξεκαθάρισε ότι η εργασία του είχε χαρακτήρα ανθρωποκεντρικό και καλλιτεχνικό.

Το κόστος αυτού του έργου ζωής για τον Κέρτις ήταν πολύ υψηλό. Η οικογένειά του διαλύθηκε, τα χρέη τον κυνηγούσαν μέχρι το τέλος της ζωής του και συνολικά η προσπάθειά του πέρασε μάλλον απαρατήρητη στην εποχή της. Πέθανε το 1952 μέσα στην αφάνεια. Μερικά δημοσιεύματα λίγων γραμμών στις εφημερίδες ανακοίνωσαν το γεγονός.

Από τα 272 αντίτυπα του πολύτομου έργου του τα περισσότερα βρίσκονται στη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, σε διάφορα Πανεπιστήμια και σε ιδιωτικές βιβλιοθήκες.

Για να φθάσει το σπουδαίο αυτό έργο στο ευρύ κοινό φρόντισε ο δαιμόνιος γερμανός εκδότης Μπένεντικτ Τάσεν. Ανακάλυψε ότι το πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν στη Γερμανία διέθετε μια πλήρη σειρά του «North American Indian» , δωρεά του Μόργκαν, ο οποίος είχε σπουδάσει εκεί μαθηματικά. Σε μια πολύ κομψή περίληψη, με επιλογή των πιο σημαντικών φωτογραφιών και με τη σειρά των τόμων του πρωτοτύπου, μας έφερε σε επαφή με αυτό το μοναδικό επίτευγμα. Μάλιστα επειδή είχε εκδοθεί στο πλαίσιο του εορτασμού των 25 ετών του εκδοτικού οίκου Taschen η τιμή του ήταν πολύ χαμηλή. Αν το βρείτε κάπου, το συνιστώ ιδιαίτερα ως απόκτημα.
O Κέρτις πρόλαβε να διασώσει κάτι που υπό άλλες συνθήκες θα χανόταν αμετάκλητα. Η μελαγχολία στα πρόσωπα των Ινδιάνων του μαζί με την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνειά τους είναι αυτό που μένει περιδιαβαίνοντας τις φωτογραφίες. Και ακόμη η σκέψη πως η ιστορία όλων αυτών των λαών, που λύγισαν κάτω από την επικράτηση των ισχυροτέρων είναι ένα ορόσημο, που μας αφορά όλους.


