«Blue»: Πενήντα χρόνια από το τέλειο μουσικό έργο.

Είναι από εκείνες τις σπάνιες στιγμές, που αισθάνεσαι ότι ανακαλύπτεις κάτι πραγματικά πολύ μεγάλο. Μέσα από το ραδιόφωνο οι πρώτες νότες από το πιάνο στο «The Last Time I Saw Richard» ήχησαν στ’ αυτιά μου σαν καμπάνες προανακρούσματος για μια εμπειρία αποκάλυψης. Δεν είχα ακούσει ξανά τη Τζόνι Μίτσελ, ούτε κάν γνώριζα το όνομά της. Εκείνο όμως το σκοτεινό τραγούδι της με τους απίστευτους στίχους με έκανε να συνδεθώ με το έργο της. Από τότε, εδώ και σαράντα χρόνια, απέκτησα μια έντονη ταύτιση με το έργο της και την ίδια ως καλλιτέχνιδα.

Η Τζόνι Μίτσελ γεννήθηκε στην επίπεδη απεραντοσύνη της Αλμπέρτα στον Καναδά. Από εκεί έφυγε πολύ νωρίς με μια κιθάρα στο ένα χέρι και ένα τσιγάρο στο άλλο, κάνοντας πράξη τη δική της αποδημία, τη δική της Εγίρα. Αυτή τη φυγή προς τη Δύση της Αμερικής, την ηλιόλουστη Καλιφόρνια, αποτύπωσε στο δεύτερο τη τάξει αριστούργημά της το άλμπουμ «Hejira» με το εμβληματικό ασπρόμαυρο εξώφυλλο. Εκεί στο Λος Άντζελες και στην περιβόητη γειτονιά των χίπις καλλιτεχνών, το Λόρελ Κάνιον, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 γνώρισε και συναναστράφηκε με την αφρόκρεμα της σκηνής της ροκ μουσικής. Τα τρία πρώτα της άλμπουμ δήλωσαν ξεκάθαρα ότι ήταν μια μουσικός που θα άφηνε ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στη μουσική. Τρεις αριστουργηματικοί δίσκοι και σε έναν από αυτούς υπήρχε το τραγούδι «Woodstock», που υμνούσε την πρωτοφανή τότε συγκέντρωση των νέων ανθρώπων στο ομώνυμο φεστιβάλ, το καλοκαίρι του 1969, όπου διακηρύχθηκε η απαίτηση για ειρήνη, αγάπη και μουσική (με αρκετά ναρκωτικά επίσης είναι η αλήθεια). Το ωραίο είναι ότι η Τζόνι Μίτσελ έγραψε αυτό το τραγούδι, που κατέληξε να γίνει ο ύμνος μιας ολόκληρης γενιάς, χωρίς ποτέ η ίδια να έχει συμμετάσχει στο φεστιβάλ του Γούντστοκ. Λέγεται ότι είχε προγραμματιστεί η εμφάνισή της, όμως κάποιο πρόβλημα της τελευταίας στιγμής δεν της επέτρεψε να πάει τελικά.

Το εξώφυλλο του «Hejira»

Στο Λόρελ Κάνιον έζησε το μεγάλο έρωτα της ζωής της. Αυτός ήταν ο Γκράχαμ Νας, μέλος του συγκροτήματος «Crosby, Stills and Nash» και παλαιότερα του βρετανικού συγκροτήματος «The Hollies». Οι δυο τους ζούσαν σε μια ξύλινη παράγκα με δύο γάτες στην αυλή, λυρική εικόνα, που αποτύπωσε ο Νας στο τραγούδι του «Our House». Η ευτυχία τους δεν κράτησε για πολύ και έτσι όταν χώρισαν, η Τζόνι Μίτσελ βγήκε να ταξιδέψει στον κόσμο για να ξεχάσει. Ευτυχώς, θα έλεγε κανείς σήμερα, καθώς από αυτή της την περιπλάνηση προέκυψε το αριστούργημά της, το άλμπουμ «Blue» (1971).

H Τζόνι Μίτσελ στο «very fine house» στο Λόρελ Κάνιον

Το ταξίδι της -παρόλο που ήταν αρκετά γνωστή πλέον- έγινε με τους δικούς της χίπικους όρους, όπως εξάλλου ταίριαζε στην εποχή. Τράβηξε για την Ευρώπη με μια κιθάρα και ένα σακίδιο και έπαιζε τα τραγούδια της στα πεζοδρόμια του Παρισιού, του Άμστερνταμ, της Ρώμης αλλά και της Αθήνας για να βγάζει το χαρτζιλίκι της. Αναλογίζομαι και τρελαίνομαι ότι κάποτε υπήρξαν ανυποψίαστοι περαστικοί στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι, που έριξαν τις δραχμές τους σε εκείνο το κορίτσι με τα μακριά ξανθά μαλλιά, που έπαιζε κιθάρα και αυτό ήταν η Τζόνι Μίτσελ… Πράγματι, η Ελλάδα ήταν το τέρμα του ταξιδιού της και συγκεκριμένα η Κρήτη. Εκεί φυσικά εγκαταστάθηκε, όπως και εκατοντάδες άλλοι χίπις από όλο τον κόσμο, στις σπηλιές της παραλίας στα Μάταλα. Ένα μεγάλο μέρος των τραγουδιών του «Blue» γράφτηκαν εκεί. Μάλιστα ένα από αυτά, τo «Carey» περιγράφει ολοζώντανα την ατμόσφαιρα στα Μάταλα, που για ένα διάστημα είχαν γίνει όπως είπαμε πόλος έλξης για το χίπικο κοινό της υφηλίου. Το «Blue» γράφτηκε λοιπόν σε συνθήκες περιπλάνησης, όμως στα δέκα τραγούδια του χωρούν χιλιάδες αισθήματα και καταστάσεις, που αφορούσαν την ίδια αλλά και πολλούς από τους εκατομμύρια ανθρώπους, που τα αγάπησαν τα τελευταία πενήντα χρόνια. Έχει ειπωθεί συχνά για το «Blue» ότι είναι το «τέλειο μουσικό έργο» και σήμερα, πενήντα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε είναι χωρίς αμφιβολία ένα αριστούργημα, ίσως το σπουδαιότερο που δημιούργησε ποτέ μια γυναίκα τραγουδοποιός. Οι λόγοι για το χαρακτηρισμό αυτό είναι αρκετοί, θα προσπαθήσω να παραθέσω ορισμένους.

Το έργο αυτό δημιουργήθηκε σε μια εποχή που η Τζόνι Μίτσελ προσπαθούσε να βρει τον εαυτό της έπειτα από όσα είχαν προηγηθεί στη ζωή της. Το σημαντικότερο, το οποίο έφερε βαρέως, αλλά κανείς δεν το γνώριζε τότε, ήταν η χαμένη της κόρη. Έχοντας αποκτήσει από μικρή ηλικία ένα κοριτσάκι, αποφάσισε να το δώσει για υιοθεσία. Την ιστορία αυτή αποκάλυψε η ίδια το 2005, όταν ανακοίνωσε δημόσια ότι αναζητά την κόρη της, την οποία τελικά βρήκε και επανασυνδέθηκαν. Το τραύμα του αποχωρισμού τους αποτυπώνεται στο «Little Green», ένα αλληγορικό, κρυπτικό και συγκρατημένα σπαρακτικό τραγούδι, που σου δίνει την αίσθηση ότι κάτι συμβαίνει εδώ αλλά δεν είσαι σίγουρος τι μπορεί να είναι αυτό. Όπως έχει πει η ίδια δημιουργώντας τα τραγούδια αυτά ένιωθε ότι θα ήθελε να βγάλει από την ψυχή της στο φως οτιδήποτε υπήρχε εκεί μέσα. Έτσι, βγαίνει στην επιφάνεια με εξαίσιο τρόπο μια παλέτα ήχων, χρωμάτων, τοπίων και συναισθημάτων, που καλύπτουν όλο το φάσμα. Την κεφάτη ερωτική διάθεση του «All I Want». Τη χαριτωμένη αναπόληση του «My Old Man» για τις περασμένες καλές μέρες με το Γκράχαμ Νας. Την ανεμελιά ενός εφήμερου έρωτα στις σπηλιές της Κρήτης στο «Carey». Τη νοσταλγία για την αιώνια Καλιφόρνια, εκεί όπου βρίσκονται όλοι οι σημαντικοί της άνθρωποι (της έλειψε τόσο πολύ που όπως λέει θα φιλούσε ακόμη και έναν από τους αντιπαθητικούς αστυνομικούς του Sunset Strip…). Τον ενθουσιασμό μπροστά και πάλι στον έρωτα του «A Case of You», ένα τραγούδι, που έχουν πει αμέτρητοι μουσικοί, ανάμεσά τους και ο θεϊκός Πρινς. Το ταξίδι από τόπο σε τόπο με τη δυνατή εικόνα της νυχτερινής πτήσης πάνω από την έρημο της Νεβάδα στο «This Flight Tonight» (καταπληκτική η χέβι μέταλ διασκευή των Nazareth στο ίδιο τραγούδι !). Τη σκοτεινή αίσθηση της χίπικης πραγματικότητας στο ομώνυμο τραγούδι «Blue» με τον ιστορικό στίχο «acid, booze and ass, needles, guns and grass, lots of laughs». Την ανάγκη της φυγής στο συγκλονιστικό «River», με την απίστευτα ζωντανή αίσθηση του γλιστρήματος με πατίνια πάνω σ’ένα παγωμένο ποτάμι για να φύγεις, να χαθείς και να ξεχάσεις (» I wish I had a river I could skate away on…»). Τέλος, το τραγούδι για το οποίο δεν υπάρχουν λόγια, γιατί απλούστατα τα λέει όλα το ίδιο. Είναι πιθανότατα η ιστορία κάθε ανθρώπου σε αυτό τον κόσμο. Ξεκινάμε γεμάτοι όνειρα και στη συνέχεια συμβιβαζόμαστε με πολύ λιγότερα. Η αίσθηση της αποτυχίας, της διάψευσης και της ματαίωσης μας ακολουθούν για πάντα. Το «The Last Time I Saw Richard» είναι τόσο σκοτεινό, σπαρακτικό και συγκλονιστικό γιατί είναι απέραντα ανθρώπινο…

I wish I had a river, I could skate away on…. (από το οπισθόφυλλο του «Hejira»)

Από μουσική άποψη το «Blue» έγινε με ταπεινά υλικά. Ακουστική κιθάρα, πιάνο και στοιχειώδη κρουστά (τα οποία παίζει βέβαια ο μέγιστος Ράσελ Κάνκελ). Μια προσθήκη οργάνου όμως δίνει στα περισσότερα τραγούδια ένα ιδιαίτερο τόνο. Η Τζόνι Μίτσελ είχε την μεγαλοφυή έμπνευση να χρησιμοποιήσει το ντούλσιμερ (dulcimer), ένα ξεχασμένο έγχορδο όργανο της κάντρι από τα Απαλάχια Όρη, πράγμα που μέσα στην ιδιαιτερότητά του απογειώνει ηχητικά το έργο. Ακόμη βοήθησαν στην ηχογράφηση ο Τζέημς Τέιλορ και ο Στέφεν Στιλς, πράγμα που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο.

Πέρασε μισός αιώνας με το «Blue» στην καρδιά όσων αγαπούν τη σπουδαία μουσική. Δύσκολα θα δεις λίστα με τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών να μη φιγουράρει μέσα στα 10 πρώτα.Το καταπληκτικό με αυτό το έργο είναι, πως κάθε φορά το ακούω με όρεξη και προσήλωση λες και είναι η πρώτη. Έχει όλα τα στοιχεία ενός τέλειου μουσικού δημιουργήματος. Στίχοι για την αιωνιότητα, μουσική απλή και συγκλονιστική συνάμα, έκφραση συναισθημάτων και καταστάσεων πανανθρώπινων, αμεσότητα, ακατάβλητη διάρκεια στο χρόνο. Και ένα εμβληματικό εξώφυλλο. Σε αυτό η δημιουργός του βυθίζεται στο μπλε φόντο που συμπυκνώνει εικαστικά όλα όσα υπάρχουν εδώ ηχητικά και λεκτικά, αφήνοντάς μας να τα νιώσουμε σε όλη τους την έκταση με το δικό μας τρόπο ο καθένας. Τι άλλο να ζητήσει άραγε κανείς για την τελειότητα ;