Κάποιες Κυριακές μεσημέρι έφευγα από το φοιτητικό μου σπίτι στα Άνω Ιλίσια με το λεωφορείο, που τερμάτιζε τη διαδρομή του στην Ακαδημίας και μετά συνέχιζα με τα πόδια μέχρι την Πλατεία Βικτωρίας και ακόμη πιο κάτω προς το Σταθμό Λαρίσης. Εκεί, στο μικρό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της οδού Αλκαμένους, με περίμεναν για το κυριακάτικο τραπέζι η θεία μου η Λόλα, αδελφή της μητέρας μου και ο σύζυγός της, ο θείος Γιάγκος. Αφού καθόμαστε οι τρεις μας στο τραπέζι για το καθιερωμένο κυριακάτικο γεύμα, συχνά γιουβέτσι, που ο θείος με ιδιαίτερη επιμέλεια είχε ζητήσει να ψηθεί στο φούρνο της γωνίας, μετά το φαγητό με το θείο περνούσαμε στο σαλόνι του σπιτιού, όπου υπήρχε το στερεοφωνικό συγκρότημα για … μελέτη.
Γιάννη τον έλεγαν το θείο, όμως όλοι τον φώναζαν με το όνομα “Γιάγκος”, που για εμένα τότε δεν αποτελούσε μυστήριο, γιατί το θεωρούσα δεδομένο, αργότερα όμως σκεπτόμενος την καταγωγή του θείου, αναλογίστηκα διάφορες εκδοχές προέλευσής του. Ο θείος Γιάγκος γεννήθηκε πριν από τον πόλεμο στην Αλβανία από γονείς έλληνες Βλάχους από τη Σαμαρίνα Γρεβενών, που είχαν μετοικήσει στους Αγίους Σαράντα της Βορείου Ηπείρου, όπου ο πατέρας του ήταν φημισμένος επιπλοποιός. Άρα το “Γιάγκος” ήταν μάλλον αρβανίτικης προέλευσης, μπορεί και βλάχικης. Όπως μου διηγιόταν ο θείος, η προπολεμική κοινωνία της Βορείου Ηπείρου είχε έντονο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Ιδιαίτερα σε πόλεις, όπως οι Άγιοι Σαράντα, που ήταν παραθαλάσσιες, έντονη ήταν η ιταλική επιρροή, πολιτική και πολιτιστική. Εκεί ο θείος μου από μικρό παιδί αγάπησε το ιταλικό μπελκάντο και την όπερα. Προικισμένος με μια ωραία φωνή βαρύτονου, έκανε την όπερα το μεγάλο πάθος της ζωής του. Λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, η οικογένεια του θείου Γιάγκου ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα, όπου ο θείος μου αργότερα αποφοίτησε από την Εκκλησιαστική Σχολή Βελλά και έγινε δάσκαλος, όπως πολλά παιδιά της εποχής του.
Όμως, η όπερα ήταν πάντα το μεράκι του. Συνέλεγε μετά μανίας δίσκους στα πάμπολλα δισκοπωλεία, που διέθετε τότε η Αθήνα. Όμως το φόρτε του θείου Γιάγκου ήταν το Μοναστηράκι. Ανελλιπώς τα πρωινά της Κυριακής έκανε τη βόλτα του στα δισκοπωλεία με τους μεταχειρισμένους δίσκους μουσικής και με υπομονή ανθρακωρύχου έσκαβε και ανακάλυπτε χαμένους μουσικούς θησαυρούς της όπερας και του μπελκάντο. Σπάνιες ηχογραφήσεις μεγάλων καλλιτεχνών, κάτι απίθανες κασετίνες με πολλούς δίσκους μέσα μαζί τα λιμπρέτα των έργων, πλούσιο φωτογραφικό υλικό και πολλά άλλα. Για κάποιο περίεργο λόγο, ο θείος Γιάγκος δεν ήταν ιδιαίτερα φίλος της κλασσικής μουσικής. Σε σχέση με την όπερα τη θεωρούσε ένα είδος ατελέστερο και πιο … απλοϊκό. Όμως, από την άλλη συχνά ο θείος επέστρεφε από την κυριακάτικη αναζήτησή του στο Γιουσουρούμ φορτωμένος εκτός από δίσκους της Divina Maria Callas και με διάφορους δίσκους, που του έκαναν … κλικ από το εξώφυλλο και τους έπαιρνε για να δούμε μαζί αν αξίζουν και μουσικά. Έτσι συχνά κάτω από την επιβλητική προτομή του Βέρντι, που κοσμούσε το χώρο δίπλα στο πικάπ έκαναν την εμφάνισή τους δίσκοι από τους ακραία μουσικούς αντίποδες της όπερας όπως το “Freak Out !” του Φρανκ Ζάππα ή το “Million Dollar Baby” του Άλις Κούπερ. Και ναι, τα ακούγαμε με προσοχή και αφοσίωση όλα αυτά ! . O θείος μου παρουσίαζε άριες από τη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέττι με προσεκτική ανάγνωση του λιμπρέτο και με τη σειρά μου του ανέλυα το νόημα των στίχων του “Trouble Every Day” του Φρανκ Ζάππα. Ακούγαμε εξίσου αφοσιωμένοι την “Casta Diva” από τη «Νόρμα» του Μπελίνι, στη θεϊκή ερμηνεία της Μαρία Κάλλας αλλά και το «Breakfast In America” των Σούπερτραμπ, που είχε φέρει ο θείος επειδή του άρεσε εκείνο το εντυπωσιακό εξώφυλλο με την παχουλή σερβιτόρα. Καθόμαστε εκεί ακούγοντας μουσική και η ώρα περνούσε μαγικά, χωρίς να το καταλαβαίνω.
Έχω συναντήσει πολλούς μουσικόφιλους στη ζωή μου, κανείς όμως δεν έμοιαζε με το θείο Γιάγκο. Αφοσιωμένος σε ένα είδος μουσικής αλλά και ανοιχτός και σε άλλα, διαφορετικά ιδιώματα. Είναι αλήθεια πως όσοι αγαπούν δύσκολα πράγματα, όπως η όπερα, συνήθως είναι μοναχικοί σε αυτή τους την πορεία. Με το θείο είχα την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με αυτό το μαγικό κόσμο, τον οποίο αγαπούσε με πάθος, ήθελε όμως να δει και απέναντι, τη μουσική που αγαπούσα εγώ. Αυτή η ανταλλαγή μουσικής εμπειρίας ήταν κάτι μοναδικό. Φυσικά δε μπορούσα να έχω τις απέραντες γνώσεις του σχετικά με την Όπερα, όπου είχε τις προτιμήσεις του. Θεωρούσε αξεπέραστο το Βέρντι και στη συνέχεια όλους τους Ιταλούς δημιουργούς της όπερας (Μπελίνι, Ντονιτσέτι κ.λ.π.), ενώ έβλεπε μάλλον με δυσπιστία το Βάγκνερ. Λάτρευε την Κάλλας και θεωρούσε μέγιστο τενόρο το Μπενζαμίνο Τζίλι με δεύτερο τον Ενρίκο Καρούζο. Του άρεσαν ακόμη και οι τρεις σύγχρονοι τενόροι Λουτσιάνο Παβαρότι, Πλάσιντο Ντομίνγκο και Χοσέ Καρέρας, αν και τους θεωρούσε (και όχι άδικα) αρκετά εμπορικούς.
Κάποια στιγμή ο θείος Γιάγκος βρήκε την αδελφή ψυχή του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Kαλοκαίρι σε διακοπές, συνάντησε ένα συνομήλικό του ελληνοαμερικανό, φανατικό φίλο της όπερας, ο οποίος μάλιστα είχε εισιτήριο διαρκείας στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, όπου και έμενε. Για αρκετά χρόνια από τότε- σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση- ολόκληρα κουτιά με κασέτες ηχογραφήσεων πηγαινοερχόντουσαν μεταξύ των δύο φίλων, ανάμεσα στην Αθήνα και τη Νέα Υόρκη, μαζί με ατελείωτες σημειώσεις και παρατηρήσεις σχετικές με αυτές. Από εκεί και μετά έχασα τη μπάλα, όπως λέμε. Η περίοδος αυτή συνέπεσε βέβαια και με τη δική μου αναχώρηση από την Αθήνα λόγω του τέλους των σπουδών μου και τη στρατιωτική θητεία, που ακολούθησε. Συνεπώς, έχασα τη σειρά μου στη μελέτη της όπερας.
Από τότε λίγες φορές έχω επισκεφθεί το μικρό διαμέρισμα της οδού Αλκαμένους. Με το θείο και τη θεία βρισκόμαστε σε άλλες οικογενειακές περιστάσεις, όμως εκείνες οι κυριακάτικες μεσημεριανές συνεδρίες-μυσταγωγίες δεν επαναλήφθηκαν ποτέ πια και έτσι τις κρατώ ως κάτι το εξαιρετικό και ιδιαίτερο, ως “συλλεκτικές” αναμνήσεις.
Ο θείος Γιάγκος έφυγε ξαφνικά από κοντά μας λίγα χρόνια αργότερα σε ένα τροχαίο δυστύχημα. Υπήρξε ένας άνθρωπος ιδιαίτερος και δοτικός. Μαζί είχαμε αναπτύξει μια σχέση αλληλεπίδρασης μέσα από τη μουσική και αυτή μένει στην ψυχή μου. Εντούτοις, ότι χειροπιαστό έχω από το θείο δεν είναι κάποιος δίσκος μουσικής αλλά δύο βιβλία, που μου χάρισε όταν πήρα το πτυχίο μου της Νομικής Αθηνών. Το ένα είναι το εγχειρίδιο ρητορικής του Πωλ Ζαγκό (“Η Τέχνη του Λόγου”) έκδοση του 1961 και το άλλο το μνημειώδες “Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Ελληνικής Γλώσσης” του Θεολόγου Βοσταντζόγλου έκδοση του 1962. Στην αφιέρωση γράφει: “Για να θυμάσαι το θείο σου το Γιάγκο, που με τούτα και με κείνα ακούγατε μαζί μουσική. Τρία πράγματα να έχεις στην ψυχή σου: Αγάπη-Αγάπη-Αγάπη”.
